- αναρμοστώ
- ἀναρμοστῶ (-έω) (Α) [ανάρμοστος]1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναρμόστῳ — ἀνάρμοστος not fitting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek